Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί, ότι τα καταφέραμε άσχημα. Ιδίως αν σκεφθεί, από
που ξεκινήσαμε πριν 200 χρόνια. Ότι δεν ζήσαμε Διαφωτισμό, ούτε Βιομηχανική
Επανάσταση. Ότι η μισή χώρα επανεκτήθη δια των όπλων μόλις προ αιώνος και κάτι.
Τώρα όμως, προφανώς και χάρις εις το γνωστό δαιμόνιο της φυλής, είμαστε μέλη της
Ευρωζώνης, με υψηλότατο προσδόκιμο ζωής, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά σειρά 40ο
παγκοσμίως. Όχι άσχημα.
Θα μπορούσε βέβαια, να είναι και καλύτερα. Υπάρχουν ατέλειες ακόμη, αρκετά
σημαντικές: Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2019 ( εισοδήματα 2018), το
18% του πληθυσμού ζει σε κίνδυνο φτώχειας ενώ το 30% απειλείται από φτώχεια ή
κοινωνικό αποκλεισμό. Το 73% των φτωχών νοικοκυριών και το 42% των μη
φτωχών, δηλαδή κάτι λιγότερο από το 50% του πληθυσμού, δηλώνει οικονομική
δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους 400 ευρώ. Το
38% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει
κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας. Το
35% των φτωχών νοικοκυριών και το 14% των μη φτωχών δηλώνουν αδυναμία να
έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα. Το 55% του φτωχού πληθυσμού και το
27% του μη φτωχού δεν μπορεί, να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής,
όπως κινηματογράφος κ.λπ. Το 45 % όλων των νοικοκυριών, που έχουν λάβει
καταναλωτικό δάνειο, δηλώνει, ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή του.
Και όλα αυτά πριν την Πανδημία!
Ποια μπορεί, να είναι η απάντηση σε αυτά τα δραματικά μεγέθη; Μία μόνον: η
συνεχής ανάπτυξη. Και αυτήν την εγγυάται η κυβερνητική πολιτική. Βασικά της
εργαλεία: Η υλοποίηση φιλελεύθερων διαρθρωτικών αλλαγών, μείωσης φόρων,
ασφαλιστικών εισφορών και αποκρατικοποιήσεων. Η ψηφιοποίηση του Κράτους. Η
συνετή δημοσιονομική πολιτική, που οδηγεί στην πτώση του κόστους δανεισμού,
στην βελτίωση της καμπύλης εξυπηρέτησης του χρέους, στην αύξηση των ταμειακών
διαθεσίμων, στην επίτευξη επενδυτικής βαθμίδος, άρα και σε ευχερέστερη
χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος, που σε συνδυασμό με την μείωση των
κόκκινων δανείων και την κεφαλαιουχική του εξυγίανση θα επιτρέψει την πιστωτική
επέκταση, που θα στηρίξει την πραγματική οικονομία.
Έτσι είναι βέβαιο, ότι η ανάπτυξη από 3,6% εφέτος, θα πάει στο 6 % το 2022, γύρω
στο 4% το 2023 / 2024 με σταθεροποίηση στο 3% συνεχώς μετά. Ακόμη
σημαντικότερος είναι ο στόχος μείωσης της ανεργίας, που δυστυχώς υπερβαίνει
ακόμη το διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Όπως αναφέρει μια πολύ σημαντική σχετική μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος, η
μόνιμη επέκταση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας προκαλείται κατά
κύριον λόγο από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που μάλιστα ευθύνονται για το
40% της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ. Την μεγαλύτερη συμβολή εν προκειμένω έχουν
όσες στοχεύουν στην αύξηση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας και ακολουθούν
όσες αυξάνουν την παραγωγικότητα μέσω της δημιουργίας οικονομιών κλίμακος και
όσες ενισχύουν τον ανταγωνισμό με την μείωση των διοικητικών βαρών στο
επιχειρείν.
Όσον αφορά την απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών αυτή είναι σε πολύ καλό
δρόμο. Ξεκίνησε από την Κυβέρνηση Σαμαρά και συνεχίζεται με επανειλημμένα
αποτελεσματικά νομοθετήματα από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η αύξηση της
παραγωγικότητας με την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας αποτελεί
κομβικό στόχο του κυβερνητικού σχεδιασμού για το Ταμείο Ανάκαμψης με την
θέσπιση κινήτρων για να ενθαρρυνθούν πολύ μικρές (κυρίως ατομικές), μικρές και
μεσαίες επιχειρήσεις να συνεργαστούν ή να αξιοποιήσουν τα εργαλεία των
συγχωνεύσεων και εξαγορών προς δημιουργία αποτελεσματικότερων οικονομικών
μεγεθών.
Όσον αφορά όμως την πρόσβαση στην αγορά εργασίας χρειάζεται ιδιαιτέρα προσοχή.
Ακόμη και στις πιο προηγμένες χώρες ένα 20% του πληθυσμού για λόγους
εισοδηματικούς, μορφωτικούς, υγείας, ηλικίας, τόπου διαμονής, αδυνατούν, να
αντιληφθούν και να χρησιμοποιήσουν σύγχρονες δυνατότητες αναζήτησης εργασίας,
ακόμη και βοηθητικές κρατικές υπηρεσίες. Ένα άλλο τμήμα του πληθυσμού
αδυνατεί, να εργασθεί, διότι φροντίζει οίκοι αναπήρους και ανημπόρους.
Τούτο σημαίνει, ότι στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης οικονομίας η καλύτερη εγγύηση
αειφόρου ανάπτυξης είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους, που θα
διασφαλίζει σε όσον το δυνατόν περισσότερους την πρόσβαση στην εργασία και
στοιχειωδώς επαρκές εισόδημα, διότι θα προνοεί:
1.Για την υποστήριξη των αδυνάμων και ευαλώτων με την δημιουργία της ενιαίας
«Κοινωνικής Υπηρεσίας» με κεφαλή τον ΟΠΕΚΑ και βραχίονες τους Δήμους (έχει
κατ´ αρχήν νομοθετηθεί). Η οποία θα αντικαταστήσει την φιλανθρωπική αλληλεγγύη
των παροχών εις είδος ( συσσίτια, κοινωνικά παντοπωλεία, φαρμακεία, ιατρεία,
κοινωνικά τιμολόγια κοκ) με την εξατομικευμένη «εγγύηση αξιοπρεπούς διαβίωσης»,
που θα βασίζεται στην αυτόβουλη διάθεση έστω στοιχειώδους αγοραστικής ισχύος,
την στέγαση, ιατροφαρμακευτική και προνοιακή κάλυψη και επανεκπαίδευση προς
επανένταξη στην αγορά εργασίας.
2. Για την ολική και συνεχή υποστήριξη αναπήρων και χρονίως πασχόντων με την
δημιουργία του «Εθνικού Συστήματος Προνοίας». Το οποίο θα παρέχει συνολική
φροντίδα σε ΑμΕΑ χωρίς ιδιωτική επιβάρυνση επιτρέποντας την επιστροφή στην
αγορά εργασίας του οικογενειακού φροντιστή είτε αποτρέποντας την απώλεια
εισοδήματος με τις άδηλες πληρωμές σε οικιακές βοηθούς.
3. Για την προσφορά στο σύνολο του πληθυσμού χωρίς καμμία ιδιωτική επιβάρυνση
πλήρους ιατροφαρμακευτικής κάλυψης με την δημιουργία του «Νέου Εθνικού
Συστήματος Υγείας». Το οποίο θα μειώσει την διάβρωση του οικογενειακού
εισοδήματος από τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας από το σημερινό δυσθεώρητο 7% στον
ευρωπαϊκό μέσο όρο του 1-2%.
Οι στόχοι αυτοί μιας απολύτως αναγκαίας επιθετικής κοινωνικής πολιτικής είναι
δημοσιονομικά απόλυτα εφικτοί στα πλαίσια του μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού: οι
δαπάνες του Υπουργείου Υγείας κυμαίνονται πλέον περί τα 4,5 δις ετησίως,
αυξημένες κατά 500-600 εκ, οι προνοιακές παροχές του ΕΦΚΑ αυξάνονται κατά
200εκ και του ΟΠΕΚΑ κατά 500εκ ετησίως σε μόνιμη βάση.
Η οικοδόμηση λοιπόν ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους στα πλαίσια της
οικονομίας της αγοράς κατά τις βέλτιστες ευρωπαϊκές προδιαγραφές για πρώτη φορά
στην ιστορία μας θα προκαλέσει ριζική αύξηση της ισοδύναμης αγοραστικής ισχύος(
Purchasing Power Parity) των νοικοκυριών. Θα εξαλείψει τα δύο από τα τρία
σημαντικά βαρίδια και ελαττώματα του ελληνικού οικογενειακού προϋπολογισμού
έναντι της λοιπής Ευρωζώνης: τις εξ ιδίων (out of pocket) δαπάνες για την υγεία, την
υποστήριξη αναπήρων και τα φροντιστήρια. Θα επιτρέψει έτσι, έστω και στην
επόμενη γενιά, να επιτύχουμε κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ποιότητα ζωής εφάμιλλο των
καλύτερων του κόσμου. Αυτό είναι το διακύβευμα των επομένων ετών και προφανώς
είναι το ουσιαστικότερο όλων.
Άρθρο μου στην Εφημερίδα «Εστία»