headerDecor

Η εκλογική επιρροή της κεντροδεξιάς

Άρθρα, Γραφείο Τύπου
07 Μαΐου 2017

Διάβαζα τις προάλλες τα ευρήματα μιας δημοσκόπησης της Palmos analysis σχετικά με τις «εκλογικές επιρροές» των κομμάτων. Η έννοια της εκλογικής επιρροής είναι κατά τι ευρύτερη αυτής της πρόθεσης ψήφου, διότι λαμβάνει υπ´ όψη και τα αποτελέσματα προηγούμενων μετρήσεων και εκλογών. Ασχέτως των όποιων ενδεχομένων αντιρρήσεων επί της μεθοδολογίας αδιαμφισβήτητο είναι, ότι ενδεικτικώς τουλάχιστον δίδει μία καλή εντύπωση για τον αριθμό των ανθρώπων, που αισθάνονται ιδεολογική συγγένεια με τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο και είναι αρκετά πιθανό να τον επιλέξουν σε επόμενη εκλογική διαδικασία.

Η συγκεκριμένη έρευνα καταλήγει λοιπόν στα εξής αποτελέσματα: 35% για την Νέα Δημοκρατία, 24% ΣΥΡΙΖΑ, 9% ΚΚΕ, 6,5% Χρυσή Αυγή, 8% Δημοκρατική Συμπαράταξη, 3% Ένωση Κεντρώων, 2% Ποτάμι, 2% ΑΝΕΛ και από 1,5% ΛΑΕ, Κωνσταντοπούλου, Ανταρσία, κλπ.

Αυτά τα «φυσιολογικά» για την εποχή ποσοστά κρύβουν εξαιρετικά ανησυχητικές διαπιστώσεις:

Α. Ύστερα από δύο χρόνια πραγματικά αριστερής διακυβέρνησης, εξολόθρευσης της μεσαίας τάξης, συνεχούς ύφεσης, διαλύσεως του παραγωγικού ιστού της χώρας, συνομολόγησης ενός τετάρτου μνημονίου με προβλέψεις εξαϋλώσεως των συντάξεων και εκτοξεύσεως της φορολογίας κλπ κλπ η Αριστερά συνεχίζει να διαφεντεύει τις καρδιές του 40% του ελληνικού λαού. Το γεγονός αυτό φωτίζει ένα από τα ουσιαστικότερα προβλήματα αυτής της χώρας: Ένα σημαντικότατο κομμάτι του πληθυσμού πιστεύει, ότι τον Εμφύλιο τον κέρδισε η λάθος πλευρά. Παραφράζοντας τον Μάρτιν Βέμπερ, Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδος του ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (που είπε προχθές το αμίμητο και αληθέστατο «το πρόβλημα της Ελλάδος είναι, ότι έχει κομμουνιστή πρωθυπουργό») πρέπει, να ομολογήσουμε, ότι το προφανές πρόβλημα μας είναι, ότι πάρα πολλοί Έλληνες είναι Κομμουνιστές.

Β. Το 35% της ελληνικής Συντηρητικής Φιλελεύθερης Παράταξης είναι βεβαίως το μεγαλύτερο ποσοστό της μετά το 2007, έστω και ως πρόβλεψη. Παρά τούτο η Κεντροδεξιά παρ´ημίν έχει συρρικνωθεί σε σχέση με το ιστορικό της παρελθόν, υπολείπεται το συνήθους μεγέθους των ευρωπαϊκών αδελφών χώρων (η γαλλική και ιταλική εξαίρεση είναι και αυτές ιδιαιτέρας φύσεως) και φυσικά και δυστυχέστατα είναι ανάδελφος, στερείται δηλαδή συγγενών, συγκοινωνούντων δοχείων δυνητικής επέκτασης.

Είναι βέβαιο, ότι οι πολιτικές, που ακολουθήσαμε για την αντιμετώπιση της χρεοκοπίας, επλήγωσαν πολλούς δικούς μας. Παρά όμως την απόλυτο πλέον ιστορική δικαίωση της Κυβέρνησης Σαμαρά είναι εξ ίσου προφανές, ότι ορισμένοι εξ αυτών δεν κατάλαβαν ούτε τα πραγματικά αίτια της χρεοκοπίας, ούτε και τα απαιτούμενα προς αποφυγή επανάληψής της. Δεν ερμηνεύεται διαφορετικά, το ότι ακόμη 6,5% συνεχίζει, να επιλέγει τον απόλυτα επικίνδυνο και απαράδεκτο κόσμο των κκ Μιχαλολιάκου/ Κασιδιάρη, ενώ ακόμη ένα 5% συγχέει την πολιτική με κάτι άλλο μοιραζόμενο μεταξύ προσωπικοτήτων όπως οι κκ Λεβέντης και Καμένος. Μπορεί, τα ποσοστά αυτά να έχουν σμικρυνθεί σε σχέση με το παρελθόν, οι παραμένοντες όμως είναι προδήλως αμετανόητοι.

Τι μένει λοιπόν; τι μπορεί, να οδηγήσει ανθρώπους, κατά προτίμηση φυσικά νέους και δημιουργικούς, που αδιαφορούν για την πολιτική, που όχι απλώς δεν ασχολούνται αλλά ούτε που ψηφίζουν, να ενδιαφερθούν, να ενταχθούν στην ελληνική Κεντροδεξιά; Γιατί ενώ οι φοιτητικές της οργανώσεις, το πιο δυναμικό και μορφωμένο τμήμα της ελληνικής νεολαίας δηλαδή, κυριολεκτικά σαρώνουν, τα ποσοστά μας φθίνουν όσο τα χρόνια περνούν;

Διότι μαζί με τον καιρό περνά και το ενδιαφέρον για την πολιτική. Διότι η καθημερινότητα αποδεικνύει στους ακτιβιστές της νεολαίας της ελληνικής Κεντροδεξιάς, ότι η ενασχόληση με την πολιτική δεν προσφέρει ούτε κατ´ελάχιστον, ούτε  κατά διάνοιαν, τις πιθανότητες επιτυχίας, που εγγυάται οιοσδήποτε άλλος τομέας ενασχόλησης. Μια καταλυτική διαπίστωση γι αυτούς, τους δικούς τους, τους συγγενείς και φίλους τους. Εξ ου και η αδιαφορία, προϊούσα και όπως δεικνύουν και τα ως άνω ποσοστά μας, δηλητηριώδης.

Κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει στα περισσότερα Λαϊκά Κόμματα της Ευρώπης. Μόνον λοιπόν όταν εκσυγχρονισθούμε σε αυτόν τον τομέα, της παραγωγής του πολιτικού προσωπικού, μόνον τότε δικαιούμεθα πραγματικής ελπίδας.